- συλλάβω
- συλλαμβάνωcollectaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταυτοσυλλαβώ — έω, Α έχω τις ίδιες ή ισάριθμες συλλαβές με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + συλλαβῶ (< σύλλαβος < συλλαβή), πρβλ. ἰσο συλλαβῶ] … Dictionary of Greek
διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια … Dictionary of Greek
εξαπορώ — ἐξαπορῶ, έω (AM) 1. βρίσκομαι σε μεγάλη απορία, σε αμηχανία, σε δύσκολη θέση, δεν ξέρω τί να κάνω (α. «τῶν γὰρ στρατηγῶν ἐξαπορησάντων τοῑς πράγμασιν», Αριστοτ. β. «τὸ πῶς νὰ ζήσω ἐξαπορῶ», Πρόδρ.) 2. (μτβ.) στερούμαι, έχω έλλειψη από κάτι 3.… … Dictionary of Greek
εφηγούμαι — ἐφηγοῡμαι, έομαι (Α) 1. (με δοτ. προσ.) οδηγώ σε κάποιο τόπο 2. (ειδ. ως αττ. δικανικός όρος) οδηγώ τον δικαστικό άρχοντα στο μέρος όπου κρύβεται κακούργος τον οποίο εγώ δεν τολμώ να συλλάβω («τοῑς ἄρχουσιν ἐφηγοῡ», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek
καταδιώκω — (AM καταδιώκω, Μ και καταδιώχνω) κυνηγώ κάποιον για να τόν συλλάβω ή να τόν σκοτώσω, διώκω κάποιον επίμονα νεοελλ. 1. ακολουθώ κατά πόδας κινούμενο άψυχο ή ζωντανό στόχο για να τόν καταστρέψω ή να τόν αιχμαλωτίσω 2. επιδιώκω να βλάψω κάποιον,… … Dictionary of Greek
κυνηγώ — (AM κυνηγῶ, έω, Α δωρ. τ. κυναγῶ, έω, Μ και κυνηγεύω και κυνηγεύγω) [κυνηγός] 1. συλλαμβάνω και φονεύω πουλιά ή άλλα ζώα, συνήθως με τη βοήθεια κυνηγόσκυλου, επιδίδομαι στο κυνήγι πτηνών ή άλλων ζώων 2. καταδιώκω κάποιον για να τόν συλλάβω ή και… … Dictionary of Greek
στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… … Dictionary of Greek
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek